- κατείβετο
- κατείβωlet flow downimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατείβω — (Α) (ποιητ. τ. τού καταλείβω) 1. αφήνω κάτι να χύνεται, να ρέει, χύνω, στάζω, σταλάζω («τί νυ δάκρυ κατείβετον», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. καταπλημμυρίζω («Ἔρος... κατείβων καρδίαν», Αλκμ.) 3. φρ. «κατείβετο γλυκὺς αἰών» κατέρρεε, περνούσε, παρήλθε η… … Dictionary of Greek